- αλφάρι
- το (Μ ἀλφάριον) (υποκορ. τού άλφα*)το αλφάδι*.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄλφα + παραγ. κατάλ. -άρι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άλφα — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ., 320 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μυλοποτάμου του νομού Ρεθύμνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γεροποτάμου. * * * το (Α ἄλφα) (άκλιτο) 1. το πρώτο γράμμα τού ελληνικού αλφαβήτου (Α, α) 2. φρ. «δεν ξέρει ούτε το… … Dictionary of Greek